Νέρβι, Πιερ Λουίτζι

Νέρβι, Πιερ Λουίτζι
(Pier Luigi Nervi, Σόντριο 1891 – 1979). Ιταλός μηχανικός και αρχιτέκτονας. Στρεφόμενος προς τη μελέτη του προσυμπιεσμένου οπλισμένου σκυροδέματος και των ελαφρών τόξων για μεγάλες στέγες, πραγματοποίησε ενδιαφέροντα πειράματα εκβιομηχάνισης της οικοδομικής διαδικασίας και προκατασκευής προτυποποιημένων στοιχείων. Από πολλές απόψεις η δραστηριότητά του μπορεί να συγκριθεί με εκείνη των Γάλλων μηχανικών του 19ου αι. και τα έργα του συχνά πλησιάζουν την καλλιτεχνική πληρότητα χωρίς να την αγγίζουν συνειδητά. Το δοκίμιο του Επιστήμη ή τέχνη της κατασκευής είναι ενδιαφέρον για την ιδεολογική θέση της νέας τεχνολογίας. Από τα πιο σημαντικά έργα του είναι: οι κατασκευές σε οπλισμένο σκυρόδεμα του κινηματογράφου Αουγκούστα στη Νάπολη (1927)· το δημοτικό στάδιο της Φλωρεντίας (1930-32)· τα υπόστεγα αεροδρομίων στο Ορβιέτο, Ορμπετέλο, Τόρε ντελ Λάγκο (1935-41), η απέραντη αίθουσα εκθέσεων του Τουρίνου, έκφραση των κατασκευαστικών του αντιλήψεων· η αίθουσα διασκέψεων του μεγάρου της ΟΥΝΕΣΚΟ στο Παρίσι (1953-57) σε συνεργασία με τους Μαρσέλ Μπρόυερ και τον Μπέρναρντ Τσέρφους· η κατασκευή του ουρανοξύστη Πιρέλι στο Μιλάνο (1958)· το μέγαρο αθλητισμού στη Ρώμη (1960) σε συνεργασία με τον Μαρσέλο Πιατσεντίνι· ο σταθμός των λεωφορείων στη συνοικία του γεφυριού του Ουάσινγκτον στη Νέα Υόρκη (1963). Το εργοστάσιο της χαρτοποιίας Μπούργκο στη Μάντοβα, της Ιταλίας, έργο του Ιταλού αρχιτέκτονα και μηχανικού Πιερ Λουίτζι Νέρβι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… …   Dictionary of Greek

  • ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • Φλωρεντία — (Firenze). Πόλη (351.600 κάτ. το 2003) της Ιταλίας, στον Άρvo, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (1.192.193 κάτ., 3.880 τ. χλμ.) και της Τοσκάνης. Η Φ., ρωμαϊκό οχυρό που χτίστηκε στους πρόποδες του ετρουσκικού Φιέζολε, αναπτύχθηκε τον 11o αι.,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”